μείλιχμα

μείλιχμα
μείλιχμα, ατος, τό,
A = μείλιγμα 1.2, in pl., Schwyzer725.2 (Milet., vi B. C., written μελ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μείλιχμα — μείλιχμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μείλιγμα …   Dictionary of Greek

  • μείλιγμα — το (Α μείλιγμα και μείλιχμα) νεοελλ. (λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση 2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”